Έλα ύπνε πάρε το

Δε σου είπα να κοιμηθείς και να μην ξανακούσω το παραμικρό;;;;

Εντάξει μωρέ μαμά….. το παραμεγάλο;;;

 

Στις δύο τη νύχτα λέγονται πάντα οι μεγάλες σοφίες!
Μου έμοιασε πάντως στην εξυπνάδα το παιδάκι μου δεν έχω να πω!!! 

i love myself

Αναθεωρήσεις μιας ζωής που νόμιζες γεμάτη, ήταν;
Αναθεωρήσεις μιας ζωής που θεωρούσες άδεια, ήταν;

Αναθεωρήσεις απόλυτων απόψεων που στο άκουσμά τους τώρα επαναστατείς, εγώ έλεγα κάτι τέτοιο;
Αναθεωρήσεις σκέψεων, ήμουν υπερβολική, ήμουν ακραία, ήμουν λίγη, ήμουν διαχυτική…
Αναθεωρήσεις πράξεων, εκείνο έπρεπε…..
αυτό δεν έπρεπε….. το άλλο έπρεπε….

Και τι μένει;

Όλα!

Τα καλά και τ’ άσχημα, τα σωστά και τα λάθη κι όλα αυτά είσαι εσύ,
και στην τελική από τα λάθη σου έμαθες
και στην τελική τα λάθη σου σε ωρίμασαν
και στην τελική τα λάθη σου τα αγάπησες
γιατί με εκείνα σύρθηκες στο πάτωμα,
με εκείνα κάθησες να σκεφτείς τις αιτίες και τις αφορμές

Στην τελική τα λάθη σου σε έκαναν αυτή που είσαι σήμερα
και που τελικά αποδέχτηκες τον εαυτό 
σου και επιτέλους τον αγάπησες

σαν τα χιόνια

κι ο χειμώνας δε λέει να μας εγκαταλείψει κι εγώ μετά από χρόνια είπα να έρθω στη γωνίτσα μου και να πω μια καλημέρα, χαμογελαστή, όμορφη, αισιόδοξη. Βαστάτε μωρέ, το χαμόγελο δε θα μας το φορολογήσουν.

Ευχαριστώ όλους όσους μου στείλατε μηνυματάκι για να δείτε αν ζω.

Ζω, δε βασιλεύω, αλλά είμαι μια χαρά!!!! 

17 και πάλι



Και να που ήρθε πάλι 17 Νοέμβρη

Κι είναι ίσως η πρώτη χρονιά, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, που – πώς να το  πω – δειλιάζω; κιοτεύω; σκέφτομαι πλέον πιο ρεαλιστικά, πιο πεζά;

Φταίει προφανώς το ότι μεγαλώνω ένα παιδί και ναι μεν είναι νωρίς για να του μιλήσω για εκείνη την εποχή και για το τι συνέβη εκείνη την ημέρα, πρέπει όμως στα χρόνια που θα έρθουν να το κάνω. Και θα του πω την ιστορία έτσι όπως μου τη διηγήθηκε η μάνα μου, έτσι όπως την διάβασα και την παρακολούθησα στα διάφορα ντοκιμαντέρ.

Και μετά; Μέχρι εκεί; Στην πορεία θα πηγαίνω κρατώντας τον από το χέρι; Στο χώρο του Πολυτεχνείου, που ανοίγει εκείνη την ημέρα παραθέτοντας ιστορικό υλικό στο κοινό, θα τον πάω; Θα του αγοράσω ένα κόκκινο γαρύφαλλο για να πάμε να το αφήσουμε στο «κεφάλι», όπως το έλεγα μικρή ή θα φοβηθώ;

Κι αν εκείνη τη στιγμή από το πουθενά σκάσει καμιά βόμβα; Κι αν εκείνη τη στιγμή από το τίποτα ξεκινήσει κανένας «πόλεμος»; Έχω βρεθεί σε τέτοια σκηνικά αρκετές φορές στη ζωή μου… με το παιδί όμως δεν είναι το ίδιο.

Δεν είμαι πλέον μόνη μου, δεν είμαι υπεύθυνη μόνο για το τομάρι μου. Τι θα κάνω;
Τρέμω στην ιδέα να πάω – αφού θα έχω τσακωθεί με όλους που θα φωνάζουν: πού το πας το παιδί – και να συμβεί κάτι άσχημο…
Ντρέπομαι στην ιδέα να κάθομαι απλά να του μιλάω για τα γεγονότα και να μην τολμάω να πάω να του δείξω πράγματα.

Μου θυμίζω τους στίχους από το τραγούδι του Κότσιρα:
Ήσουνα στους δρόμους με πλακάτ
τώρα θέλεις προστασία από τα ΜΑΤ
Δεν ξέρεις τι θες

…κι όμως δε θέλω προστασία από τα ΜΑΤ…

«Και το ξερό κεφάλι μου μυαλό ποτέ δε βάζει, όσο τα πόδια μου βαστούν, στο δρόμο θα με βγάζει»

…κι έτσι θα μάθω και το παιδί μου να κάνει… να μην το σκύβει το κεφάλι!

Κάνει νύστα;


Όχι απλά νύστα, αλλά κοντεύω να καταντήσω σαν εκείνα τα cartoon που βλέπαμε μικροί και που είχαν την ικανότητα να βάζουν μανταλάκια στα μάτια τους για να μένουν ανοιχτά.

Μιλάμε για τρελά ξενύχτια. Ποτέ δεν ήταν φανατικός του ύπνου το αγγελάκι μου, αλλά έχει τώρα κάτι μέρες που από τις 10 και μετά σεληνιάζεται. Θέλει να παίξει με όλα του τα παιχνίδια, θέλει να παίζουμε κυνηγητό ό,τι του φανεί του Λωλοστεφανή!!!

Εχθές το βράδυ, κατά τις 12:30 δεν άντεξα άλλο και του φώναξα πολύ δυνατά και αυστηρά. Και να το δάκρυ κορόμηλο και να οι αγκαλιές και να με παρακαλάει: Μη μου πωνάτει (φωνάζει) μανούν(λ)α!!!

Τι το ‘θελα να το παίξω αυστηρή, εγώ έκλαψα περισσότερο απ’ το παιδί.

Πότε θα καταφέρω να γίνω σωστή μάνα;

Αποτέλεσμα; Τον πήρα να κοιμηθώ μαζί του, εκείνος στριφογύριζε όλη νύχτα και κάθε τόσο άνοιγε τα ματάκια του για να δει αν είμαι ακόμα εκεί και αναστέναζε ευτυχισμένος και κατά τις 6:30 το πρωί πλέον ξεράθηκε στον ύπνο κι εγώ σηκώθηκα να κάνω ένα μπάνιο (μπας και ξυπνήσω) και να φύγω για δουλειά.

Το χάσαμε το παιχνίδι πατριώτηηηηηη!!!!

αχ…

Ν’ απλώσω τα κουβαδάκια του στην άμμο
Nα του φορέσω το καπέλο του, άσπρο άσπρο μ΄ έναν πειρατή στο κέντρο του
Να χαϊδέψω το αντιηλικό στο απαλό του δερματάκι
Να χτίσουμε παλάτια που θα τα πάρει το κύμα
Να τραγουδήσουμε για τη βαρκούλα του ψαρά άπειρες φορές
Να χαζέψουμε μαζί τον ήλιο που θα πάει να κάνει νάνι στη θάλασσα
Και να φιλάω την αλμύρα απ’ το κορμάκι του συνέχειααααααα

Θέλω…

Να σ’ αγναντεύω, θάλασσα, να μη χορταίνω
απ’ το βουνό ψηλά
στρωτή και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ’ τα μαλάματά σου τα πολλά.

Να ναι χινοπωριάτικον απομεσήμερο, όντας
μετ’ άξαφνη νεροποντή
χυμάει μες απ’ τα σύνεφα θαμπωτικά γελώντας
ήλιος χωρίς μαντύ.

Να ταξιδεύουν στον αγέρα τα νησάκια, οι κάβοι,
τ’ ακρόγιαλα σα μεταξένιοι αχνοί
και με τους γλάρους συνοδιά κάποτ’ ένα καράβι
ν’ ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί.

Ξανανιωμένα απ’ το λουτρό να ροβολάνε κάτου
την κόκκινη πλαγιά χορευτικά
τα πεύκα, τα χρυσόπευκα, κι’ ανθός του μαλαμάτου
να στάζουν τα μαλλιά τους τα μυριστικά.

Κι’ αντάμα τους να σέρνουνε στο φωτεινό χορό τους
ως μέσα στο νερό
τα ερημικά χιονόσπιτα-κι’ αυτά μες στ’ όνειρό τους
να τραγουδάνε, αξύπνητα καιρό.

Έτσι να στέκω, θάλασσα, παντοτεινέ έρωτά μου
με μάτια να σε χαίρομαι θολά
και να ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι’ αλάργα βάσανα πολλά.

Ως να με πάρεις κάποτε, μαργιόλα συ,
στους κόρφους σου αψηλά τους ανθισμένους
και να με πας πολύ μακρυά απ’ τη μαύρη τούτη Κόλαση,
μακρυά πολύ κι’ από τους μαύρους κολασμένους …

Κώστας Βάρναλης